
Στεκόταν όρθιος και κοίταζε. Μόνος, ανέκφραστος και σκεπτικός. Οι άνθρωποι του λιμανιού τον γνώριζαν καλά. Έτσι νόμιζαν τουλάχιστον. Εκείνος τους ήξερε, καλύτερα από ότι τους είχε δώσει να καταλάβουν. Και η ζωή κυλούσε..
Ο Χάρι είχε δυο κόρες. Παντρεμένες με ναυτικούς, βολεμένες. Δεν την ήθελε τη θάλασσα. Τη φοβόταν, την απέφευγε. Κι εκείνη.. τον άφηνε ήσυχο, στην παραξενιά του, βυθισμένο στις σκέψεις του. Δεν τον ενοχλούσε. Η μόνη επαφή που είχαν ήταν τα απογεύματα, στο καφενείο των ναυτικών, στο λιμάνι.
Έμπαινε πάντα σκυθρωπός, με το καπέλο χαμηλωμένο και την εφημερίδα παραμάσχαλα. Κοίταζε γύρω, τους αδιάφορους ανθρώπους. Στεκόταν έπειτα στο παράθυρο και την κοίταζε. Χρόνια τώρα οι ίδιες κινήσεις, η ίδια ρουτίνα. Την εφημερίδα δεν τη διάβαζε. Την άνοιγε μόνο και την παρατούσε κάπου εκεί δίπλα. Ήταν η συντροφιά του. Τον βοηθούσε να ξεπερνά τη μοναξιά του και συγχρόνως να αποφεύγει την κατήφεια των άλλων.
Ο Χάρι παράτησε τη μουσική γιατί σιχάθηκε τους μουσικούς και τους προαγωγούς. Μα περισσότερο τους άξεστους τραγουδιστές. Διψούσαν για δόξα, χαμογελούσαν μόνο όταν έβλεπαν το χρώμα του χρήματος. Του στοίχησε πολύ η διάλυση του γκρουπ. Τα βρόντηξε όλα ένα βράδυ και έφυγε. Τους μάζεψε στην αποθήκη, όπου είχε αφήσει ένα σημείωμα και τίποτα άλλο. Ήταν σαν τώρα, ήταν σαν πάντα.. Συνοπτικός. Όπως τα λόγια, όπως οι μουσικές του.
Δυο λέξεις τον χώριζαν από την ελευθερία του. «Γειά χαρά», έγραψε και έφυγε. Κανείς τους δεν τον έψαξε. Εκείνος τράβηξε προς το άγνωστο. Περπάτησε πολύ και πάντοτε κοιτώντας προς τα πάνω, το Βορρά. Μέχρι που χάθηκε η σκιά του στον ορίζοντα. Και ο ήλιος είδε ότι ήρθε η ώρα να δύσει. Και έγινε έτσι.
Στα μάτια του, όμως, όλα ξημέρωναν. Αυτή η αυγή ήταν δική του. Η μέρα που θα έκανε την δική του αρχή. Στα σαράντα. Έκοψε το κάπνισμα, σταμάτησε να ακούει μπλουζ. Παντρεύτηκε, έκανε τρία παιδιά. Έχασε τη γυναίκα του, στη γέννηση της δεύτερης τους κόρης. Την αγαπούσε πολύ, μα δεν την έκλαψε. Ο γιός του κάηκε ζωντανός. Μια ωραία ημέρα της Άνοιξης πήραν φωτιά οι σόλες, στο κατάστημα υποδημάτων που δούλευε, από το πρωί ως το βράδυ, σαν είλωτας. Αποθηκάριος. Δεν πρόλαβε να δει το φως.
Ο Χάρι έλεγε από μικρός: «..τελικά, μόνο η θάλασσα θα μείνει δίπλα μου». Το είπε τόσες πολλές φορές, θαρρείς το ευχόταν στον εαυτό του. Γεννήθηκε στο κατάστρωμα. Η μάνα του έκανε συνέχεια ταξίδια με πλοία. Βάλθηκε να γυρίσει τον κόσμο, όταν έχασε τους δικούς της. Ο πατέρας του μάλλον ήταν εργάτης, σε κάποιο λιμάνι. Ούτε εκείνη ήξερε να του πει. Την έφαγε η θάλασσα, πνίγηκε στη μέση του ωκεανού.
Σήμερα δεν έχει κύμα. Εκείνη τον περιμένει, χρόνια τώρα. Σίγουρη μα και υπομονετική. Ο Χάρι αποφάσισε επιτέλους να της πει το τραγούδι που είχε γράψει, πριν χρόνια, για κείνη. Κι αφού αφέθηκε στην αγκαλιά της, άρχισε να της το τραγουδά. Τα κοράλια ήξεραν το σκοπό και συνόδευσαν, με τη σειρά τους. Περίμεναν τόσο καιρό αυτή τη μέρα. Μαζί και τα φύκια, οι αστερίες, οι αχινοί. Τα ψάρια χόρεψαν στον δικό του ρυθμό και τα κοχύλια ανέβηκαν στην επιφάνεια, να δουν το θέαμα. Όλος ο βυθός ήταν δικός του. Όλη η πλάση του ανήκει! Αυτή ήταν η αμοιβή του Χάρι. Ζαλίστηκε έπειτα και αποκοιμήθηκε δίπλα στις άγκυρες.
Οι ναυτικοί στέκονταν όρθιοι και κοίταζαν. Εκείνος πάντα μόνος, ανέκφραστος και ..σκεπτικός. Δεν τον γνώριζαν καλά. Δεν τον έμαθαν ποτέ τους. Δεν τους έδωσε την άδεια να τον γνωρίσουν. Εκείνος τους ήξερε καλύτερα από ότι τους είχε δώσει να καταλάβουν. Και η ζωή κυλούσε..