Έψαχνε ώρες να βρει από που ξεκίνησαν όλα αυτά. Τα θωλά τζάμια και η κάπνα του μπαρ δυσκόλευαν την «ανίχνευση». Δεν ήταν το αλκοόλ που τον δυσκόλευε να θυμηθεί. Ούτε το άγρυπνο βλέμμα του Ντο. Το υποσυνείδητό του είναι που τον κρατάει χρόνια πίσω. Και μήπως του Ντο δεν έκανε το ίδιο;
Πόσες ημέρες που ταξιδεύουν - δε θυμάται πλέον γιατί. Ο Ντο που ήταν καλός στα μαθηματικά έκανε κάτι περίεργους υπολογισμούς και του είπε τη Δευτέρα ότι έκλεισαν εκατόν πενήντα μερόνυχτα! Ο ένας δίπλα στον άλλον - κάποιες φορές και ο άλλος πάνω από τον ένα. Ανάλογα με το χρόνο και την τοποθεσία. [..]
Ο Ντο σήμερα ξύπνησε μουτρωμένος και με πάρα πολλά νεύρα και όταν ξυπνάει έτσι ο Ντο καλύτερα να μην του μιλάς. Το ήξερε αυτό ο Σολ - όμως κάθε φορά του λέει τα ίδια. Ότι δηλαδή όταν κοιμούνται όπου αποφασίσει εκείνος σηκώνεται ευδιάθετος και με όρεξη, ενώ όταν κατασκηνώνουν σε μέρος που αποφασίζει ο Σολ, όλα την επόμενη μέρα γυρίζουν από την άλλη.
Τα άκουσε για άλλη μία φορά ο Ντο και θύμωσε πολύ. Άρχισαν και οι δυο μαζί να τσακώνονται και να φωνάζουν ο ένας πιο δυνατά από τον άλλον - τόσο που κανείς δεν καταλάβαινε τι προσπαθεί να πει ο αντίλογος. Όταν συμβαίνει αυτό το πρωί, το βράδυ πάντοτε καταλήγουν σε κάποιο κακόφημο μπαρ να πίνουν ουίσκι.
Όμως τώρα ήταν η σειρά του Σολ να θυμώσει. Δεν μιλούσε καθόλου όλο το βράδυ - μόνο σκεφτόταν. Τον κοιτούσε ο Ντο μες στα μάτια κι εκείνος γύριζε και κοιτούσε στα μάτια τα δικά του - σαν να μην έβλεπε. Σαν να υπήρχε μία αόρατη επιφάνεια να τους χωρίζει. Το τσιγάρο του που το είχε ξεχάσει ανάμεσα στα δάχτυλά του, κόντευε να τελειώσει και να τα κάψει.
Πέρασαν ώρα έτσι αμίλητοι και σκεπτικοί - ο Σολ ίσως λίγο περισσότερο από τον Ντο. Ώσπου γύρισαν τριγύρω τα βλέμματά τους και δεν είδαν κανέναν. Η μουσική προσπαθούσε να ακουστεί από κάτι σάπια ηχεία και ο μπάρμαν μάλωνε με έναν νεαρό για ομάδες. Χαμογέλασαν. Έσφιξαν ο ένας το χέρι του άλλου και ξάφνου θυμήθηκαν ότι μοιράζονται την ίδια απόγνωση.
Σχεδόν μισός χρόνος και ούτε θυμούνται. Δεν υπάρχει «γιατί» στις μετακινήσεις τους πλέον - έτσι πρέπει. Ούτε «θέλω» ούτε «μπορώ» - απλά συμβαίνει. Κρατούσε σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου για κάμποση ώρα. Ο μπάρμαν σταμάτησε την κουβέντα - εκείνοι τα είπαν όλα μέσα από μία χειραψία. Και μάλλον ήρθε η στιγμή να συνεχίσουν. [..]
Όταν μπήκαν όλοι μαζί μες στο μαγαζί σκοτείνιασε ο τόπος. Σπασμένα μπουκάλια, κομμάτια από σπασμένους τσιμεντόλιθους, καδρόνια από το γιαπί παραδίπλα, πέτρες, λάμπες, λοστοί. Ο Σολ σηκώθηκε από το σκαμπώ και τράβηξε άγαρμπα τον Ντο προς την πόρτα. Ο νεαρός που λογομαχούσε πριν για τη Νιούκαστλ και για την Άρσεναλ θύμωσε λίγο περισσότερο με τη συζήτηση. [..]
Ο ήλιος βγαίνοντας είδε τον Ντο ακουμπισμένο σε μία σκάλα. Ο Σολ αιμόφυρτος - χτυπημένος από τους «εισβολείς» σε όλα τα μήκη και πλάτη του σώματος. Τον είχαν σακατέψει - έτσι, χωρίς λόγο. Και όμως θα άντεχε ο Σολ - αν ο Ντο δεν τον τραβούσε τόσο απότομα αναγκάζοντάς τον να πέσει με τα μούτρα στο μάρμαρο της εισόδου. Το χτύπημα ήταν σε άσχημο σημείο.
Έψαχνε ώρες να βρει από που ξεκίνησαν όλα αυτά. Τα θωλά τζάμια και η κάπνα του μπαρ δυσκόλευαν την «ανίχνευση». Δεν ήταν το αλκοόλ που τον δυσκόλευε να θυμηθεί. Ούτε το άγρυπνο βλέμμα του Ντο. Το υποσυνείδητό του είναι που τον κρατάει χρόνια πίσω. Και μήπως του Ντο δεν έκανε το ίδιο;
* Your arms around me
Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου