Πέμπτη 23 Απριλίου 2009
Τριάντα
Την πρώτη φορά που κατέβηκα στην μοναδική παραλία του νησιού σάστισα από την τόση ερημιά. Οι ξαπλώστρες μόνες τους ατένιζαν το πέλαγος και οι ομπρέλες καίγονταν κάτω από τον κατακόκκινο ήλιο. Διάλεξα την πιο μακρινή γωνιά για να αφήσω τα πράγματά μου. Κοντά στη θάλασσα, μακριά από το μαγαζί. Η μουσική ίσα που έφτανε ως εκεί, οπότε φίνα. Δεν περίμενα να ακούσω soul σε ένα μέρος σαν κι αυτό.
Σίγουρα διάλεξα τη χειρότερη ξαπλώστρα της παραλίας, δεν εξηγείται αλλιώς. Αρχές καλοκαιρινής περιόδου και όλες τους έλαμπαν. Μία θα πρέπει να ήταν η ελαττωματική και εγώ σε αυτήν βρήκα να ακουμπήσω. Γκαντεμιά! «Όχι, όχι! Δεν ανοίγει έτσι. Πρέπει να πατήσετε πρώτα το μαύρο μπουτόν!». Σάστισα. Δοκίμασα - μάλλον ανεπιτυχώς - να κρύψω το βλέμμα μου πίσω από τους μαύρους φακούς. «Α, σας ευχαριστώ πολύ. Το είχα καταλάβει όμως. Κάτι άλλο δοκίμαζα..» Τώρα τι άλλο μη με ρωτήσεις, ούτε κι εγώ ξέρω. Αυτό είπα.
Δεν έδειξε να την ενδιαφέρει και πολύ, ευτυχώς. «Θα κάνει σίγουρα κάνα δεκάλεπτο μέχρι να πάει και να'ρθει», ψιθύρισα και πήρα μια βαθειά ανάσα. Άνοιξα την εφημερίδα και προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στις εικόνες. Έχουν γίνει τόσο βαρετές οι φυλλάδες τελευταία που δεν σου κάνουν πια κέφι ούτε να τις ξεφυλλίσεις. Πρέπει να έβγαλε κύμα ξαφνικά γιατί τα πόδια μου άρχισαν να βρέχονται τα τελευταία δύο - μη σου πω και τρία! - λεπτά. Περίεργο όμως, ο ήλιος συνέχιζε να καίει το ίδιο και αέρα δεν έδειξε να έχει.
Κατέβασα την εφημερίδα και αντίκρυσα έναν εύσωμο άντρα από πάνω μου. Με κοιτούσε επίμονα, σαν να πίστευε ότι έτσι θα καταφέρει να μου αποσπάσει την προσοχή. «Σίγουρα εσύ δεν είσαι από εδώ. Και βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν ξέρεις καμία από τις σπηλιές», είπε με τα χείλη του σχεδόν τρεμάμενα. Εντάξει το παντελόνι και το πουκάμισο που ήταν βρεγμένα. Μα.. Και με τις μπότες μπήκε στη θάλασσα; Σίγουρα κάποιος τρελός, δεν εξηγείται αλλιώς.
Τα μαλλιά του έσταζαν ακόμα πάνω στα πόδια μου και έκανα κίνηση για να του δείξω ότι ενοχλούμαι. «Ρε! Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Δεν έχεις ιδέα!», γρύλισε και τα μάτια του έλαμψαν ξαφνικά σαν να πετούσαν σπίθες. «Άκουσες τι σου είπα; Δεν έχεις ιδέα!», επανέλαβε με θυμό και τα χέρια του έτρεμαν. Τον κοίταξα με ύφος πολύ υποτιμητικό και ο ουρανός έκανε πως συννέφιαζε. Πήρε το βλέμα του από πάνω μου και έκανε δύο βήματα προς τα πίσω. Έδειχνε σαν να ψάχνει κάτι στην άμμο.
Ανασηκώθηκα αθόρυβα και άφησα την εφημερίδα σε ένα υποτυπώδες τραπεζάκι. «Τέσσερα ευρώ ο καφές και τέσσερα η ξαπλώστρα», ακούστηκε από πίσω μου η φωνή της γκαρσόνας. Ανοιγόκλεισα αργά τα μάτια μου. Πάντα τη χειρότερη ώρα αυτό το κορίτσι. Άνοιξα το τσαντάκι βιαστικά και της έκανα νόημα να έρθει από το πλάι. «Δεν έχει ωραία θάλασσα σήμερα, όλοι προτίμησαν να πάνε για καφέ στην πόλη. Μα, αλήθεια, ποιός ήταν αυτός;», έγνεψε προς το μέρος που ήταν ο άγνωστος. Κοίταξα σχεδόν αδιάφορα.
Κανείς δεν ήταν πια εκεί.
«Δεν έχω ιδέα», απάντησα.
_________
Για όλους αυτούς που περνάνε δίπλα μου και δεν έχω ιδέα ποιοί είναι, τι κάνουν και τι αποζητούν. Για τον Τενέζο Θεόδωρο που δεν έχει ιδέα τι άνθρωπος είμαι και όμως αγωνίζεται για το καλό μου. Και για το δικό σου καλό. Και για το καλό όλων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
15 σχόλια:
Συναντάμε κόσμο όπως πορευόμαστε.
Ανταλλάσουμε βλέμματα,
Χαμόγελα ευγενικά,
Δύο υποχρεωτικές κουβέντες.
Για να προσπεράσουμε και να τα πετάξουμε κι αυτά
Αμέσως στο κάδο της λησμονιάς.
Υπάρχουν μάτια όμως που από το πουθενά εμφανίζονται μια στιγμή
Εμπρός μας.
Βυθίζονται στα δικά μας μάτια και αξιώνουν :
«Εδώ θα μείνεις» ή «Σε περίμενα»
Μ.Βαμβουνάκη
Ομορφο...σαν την χαλαρή κουβέντα με έναν άγνωστο.... σε ένα απόμερο παγκάκι....
:-)))
τώρα γιατι με βάζεις σε μπελάδες....
παω να γινω ορθολογίστρια και τσααφ ξανακυλάω ...δεν υπάρχει σωτήρια αδελφε...
Η αδιαφορία είναι μεγάλο προνόμιο για αυτούς που την έχουν και μεγάλο ελλάτωμα για αυτούς που αφήνονται να την εισπράξουν.
hell o
Καποια μερα να μας πεις -αν θες- για ποιο λογο ορισμενες λεξεις ειναι χρωματιστες.
(Μη βαρας!εγω κανω παντα το εναλλακτικο σχολιο)
Τι μου θύμισες τώρα...
Β' Λυκείου, στα σκαλιά της πολυκατοικίας της κολλητής μου, μιλούσαμε... όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένας τύπος από το πουθενά. Σταμάτησε, μας κοίταξε με βλέμμα αυστηρό και απήγγειλε βροντερά, δίχως μελωδία:
"Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενος
τον έζησα τον κόσμο και τον είδα"
... στάθηκε λίγο, κι εξαφανίστηκε.
Σαν αστροπελέκι μας χτύπησε, παρά το γεγονός ότι τώρα πια φαίνεται αστείο και τραγουδιστό.
Τι ζωές υπάρχουν εκεί έξω... ώρες ώρες αναρωτιέμαι πόσα πράγματα θα μπορούσαμε να δούμε, να μάθουμε, αν δίναμε λίγο περισσότερο προσοχή...
Συμπέρασμα :
όχι μοναξιές σε θάλασσες κι ακτές κι αυτό το καλοκαίρι
Θα σταθώ στην γκαντεμιά-την γκαντεμιά μου-χθες από τις λίγες φορές που δεν πήρα το κινητό κοντά και κλείστηκα στο ασανσέρ με τον μικρό(ευτυχώς όχι αγκαλιά-μεγάλωσε)!Και γαμώ την γκαντεμιά δεν άκουγε το κουδούνι κανείς-δεν πέρναγε κανείς-είχα οπτική επαφή με την πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας !Μισή ώρα την γκαντεμιά μου μέσα ! Μισή ώρα και ήρθε η πυροσβεστική και μας έβγαλε ! ΤΗΝ ΓΚΑΝΤΕΜΙΑ ΜΟΥ ! ΚΑΙ ΠΟΥ'ΣΑΙ.....ΜΗΝ ΞΑΝΑΝΟΙΚΙΑΣΕΙΣ ΞΑΠΛΩΣΤΡΑ ! ΑΚΟΥ 4 ΕΥΡΩ ! ΠΕΤΣΕΤΑ ΧΑΜΩ......
@ nelly:
Σας ευχαριστώ πολύ.
Με βγάλατε από τη δύσκολη θέση.
Σπαι
Α, ολα κι ολα!
Δεν το εκανα επιτηδες!
μερικές συναντήσεις με αγνώστους μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη μας.ίσως μαθαίνουμε από αυτές.για τη ζωή...
μα έχει τοσα βότσαλα η παραλία της ζωής!! εμείς όμως επιλεκτικά κοιτάζουμε κάποια απο κοντα!
Σιγά μην μάθουμε και ποτέ ποιοι είναι.
Σιγά μην πρέπει να μάθουμε.
Μπράβο φίλε για την υποστήριξη στον Θόδωρα.
Μπράβο.
Και βότσαλα και συναντήσεις και χρώματα και χαμόγελα και κουβέντες και θάλασσα.. Καλή τύχη στον Θεόδωρο Τένεζο. Και σε όλους μας.
Δημοσίευση σχολίου