Όταν έσκυψε να δει κάτω από το ψυγείο ούτε που το φανταζόταν. Και πως θα μπορούσε άραγε; Έψαχνε μάταια από το πρωί να βρει εκείνο το γράμμα. Έσερνε τα πόδια του σε όλο το σπίτι ψάχνοντας και
μετακινώντας έπιπλα. Από την σάλα στα υπνοδωμάτια και από το καθιστικό στο μπάνιο. Μέχρι που έφτασε και η ώρα της κουζίνας.
Το πρωί σηκώθηκε να πάει στη δουλειά και άκουσε το κουδούνι. Ο φάκελος δεν έγραφε αποστολέα. Ο καφές πάντα του αρέσει
ζεστός μόλις ξυπνάει. Σήκωσε το γράμμα στο παράθυρο μήπως το φως του δώσει μερικές πληροφορίες. Υπήρχαν δύο μπορεί και τρία διπλωμένα χαρτιά. Θα το άνοιγε το μεσημέρι, μετά τη δουλειά.
Κάτω από το ψυγείο υπήρχε μια καταπακτή. Έμεινε αρκετή ώρα ακίνητος - αποσβολωμένος από την ύπαρξη μιας νέας πόρτας στο εσωτερικό της κουζίνας του. Και τι μπορεί να χρειάζεται εκεί κάτω μια καταπακτή; Και γιατί κανείς να μην τον έχει ειδοποιήσει ότι υπάρχει
υπόγειο στο οίκημα; Ξάπλωσε με αυτές τις απορίες.
Το ξυπνητήρι είναι ρυθμισμένο πάντοτε την ίδια ώρα. Σήμερα τον ξύπνησε στις οχτώμιση. Καθόλου χρόνος, κρύος καφές, νεύρα. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το ψυγείο. Έφτιαξε τον γιακά του, ίσιωσε τη γραβάτα. Το ψυγείο. Χαλάρωσε τη
ζώνη του παντελονιού. Το ψυγείο. Φόρεσε το παλτό του, πήρε τα κλειδιά του αμαξιού. Έφυγε τρέχοντας.
Το ψυγείο δεν ήταν στη θέση του όταν εκείνος γύρισε από τη δουλειά. Η καταπακτή ανοιχτή και ομιλίες στο βάθος. Έκανε δύο βήματα στο διάδρομο πλησιάζοντας την κουζίνα. Φως δεν υπήρχε, πιθανόν
ούτε σκαλοπάτια. Έκανε ακόμα δύο βήματα προς τα μπρος. Όχι, δεν υπήρχε σκάλα. Και που είναι το καπάκι; Μα γιατί κανείς δεν του είπε ότι υπάρχει υπόγειο;
Πρώτη φορά χάνει πράγματα από τότε που εγκαταστάθηκε στο καινούριο του σπίτι. Που βρίσκεται εκείνος ο φάκελος; Ξάπλωσε στον καναπέ και κοίταζε τις μύγες να χορεύουν στο ταβάνι. Κυριακή. Σήμερα κλείνει δύο εβδομάδες χωρίς φαγητό. Μάλλον ήρθε η στιγμή να βάλει κάτι στο στομάχι του. Έκανε
κίνηση να φτάσει το τηλέφωνο.
Γυρίζοντας από τη δουλειά συνάντησε ένα φίλο. Του είπε για την καταπακτή. Εκείνος του έδωσε ένα γράμμα. Το κράτησε στα χέρια του κάπως αμήχανα. Έψαξε τον αποστολέα. Δεν βρήκε τίποτα που να μοιάζει με γραφή πάνω στο φάκελο. Μόνο κάποιες
μουτζούρες που θα μπορούσες άνετα να πεις ότι σχημάτιζαν ένα ψυγείο.
Όταν μπήκε στο σπίτι άκουσε πολλές ομιλίες από την κουζίνα. Το ψυγείο ήταν στη θέση του, έσκυψε να δει τι γίνεται κάτω από αυτό. Βρήκε ένα γράμμα χωρίς αποστολέα. Άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει όταν
ξαφνικά ζαλίστηκε και σωριάστηκε στο πάτωμα. Κάτι πολύ βαρύ τον πλάκωσε στην πλάτη και μετά τίποτα.
Ξύπνησε στο κρεβάτι του με χειρουργικές γάζες στα χέρια και στα πόδια. Στο αριστερό του χέρι υπήρχε μια ζωγραφιά. Τόσο όμορφη που σίγουρα δεν την έκανε εκείνος. Δεν είχε
σχεδιάσει ποτέ του και αυτό το θυμόταν στα σίγουρα. Ακινητοποιημένος ανάσκελα φώναξε μήπως υπήρχε κάποιος άλλος στο σπίτι. Εκτός από την ηχώ της φωνής του κανείς.
Το κουδούνι χτυπούσε τόσο επίμονα που στο τέλος τον ξύπνησε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι τρέχοντας και άνοιξε την πόρτα. Πάνω στο
χαλάκι στεκόταν ένα ψυγείο. Το άνοιξε και από μέσα πετάχτηκαν φάκελοι. Άπειρα γράμματα χωρίς αποστολέα με μοναδικό παραλήπτη εκείνον. Χωρίς σφραγίδες, χωρίς γραμματόσημα.
Ο φίλος του τον περίμενε εδώ και ώρα στην κουζίνα. Είχε γύρω του γράμματα και δύο κούπες ζεστό καφέ. Η δουλειά του
γραφίστα δεν προέκυψε έτσι όπως την είχε στο μυαλό του αρχικά. Κοίταξε την καταπακτή, κατάπιε δυο μπορεί και τρεις γουλιές κοιτάζοντας προς το φως του παραθύρου. Οι μύγες χόρευαν χαρούμενες στο ταβάνι και εκείνος έφυγε για το γραφείο.
Loverman