
Από όταν ξύπνησε είχε στο μυαλό του όλα εκείνα που άκουγε στο Μπαμάκο. «Περίεργος κόσμος», έλεγε τότε, «μερικοί δεν καταλαβαίνουν την ομορφιά της ζωής». Φτώχια. Εκεί οι άνθρωποι θαρρείς δεν έβλεπαν το φως τη μέρας, το φως του ήλιου. Ένιωθε πολύ τυχερός και σίγουρος για τον εαυτό του ο Τζιμ. Μέχρι που άρχισε να μην το βλέπει ούτε εκείνος.
Δεν προλαβαίνει να κοιτάξει ψηλά. Δεν προλαβαίνει. Η έλλειψη χρόνου είναι πια η δυστυχία του. «Ζούμε για να δουλεύουμε και για τίποτα άλλο». Το είπε από μέσα του πολλές φορές, μέχρι που εξοργίστηκε. Με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τα πάντα. Σηκώθηκε, άνοιξε το παράθυρο του γραφείου του και άφησε για πρώτη ίσως φορά τον άνεμο να τον φυσήξει στο πρόσωπο.
Εικοσιπέντε όροφοι. Τόσοι τον χώριζαν από το έδαφος. Το παράθυρο σπάνια το ακουμπούσε. Το έβρισκε μόνο δύο φορές την εβδομάδα ανοιχτό. Δευτέρα και Πέμπτη περνούσε το συνεργείο καθαρισμού από τον όροφό του. Ο Τζιμ μόνο το έκλεινε. Ήθελε μια φορά να έρθει πιο νωρίς. Να δει ποιος ήταν αυτός που του έκλεβε όλες αυτές τις σκέψεις, τα λόγια, τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις, από το πάτωμα..
Όλα αυτά που αιωρούνταν, στον αέρα του μικρού του γραφείου. Όλα αυτά που αφήνει να ξεπεταχτούν από τα μικρά, σχιστά του μάτια. Στο Μάλι είχε ζήσει σχεδόν μια πενταετία. Η Βαλέρια τον είχε οδηγήσει εκεί. Της άρεσε η περιπέτεια. Την αναζητούσε πάντοτε γύρω της. Και συνήθως την έβρισκε μαζί του. 'Οπως τότε, στην Αφρική. Ακόμα, λογικά, θα της αρέσει.
Ταξίδι στη Βαρκελώνη. Ολυμπιακοί Αγώνες. Τους είχε παρακολουθήσει όλους από κοντά, μέχρι τότε. Την πήρε από το χέρι και πήγανε. Τόσο απλά, τόσο γρήγορα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Πέρασαν τέλεια. Έδειξε να την συναρπάζει το μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός και εκείνος χάρηκε. Ύστερα εκείνη τον οδήγησε στη Λιόν, όπου είχε περάσει κάποια από τα φοιτητικά της χρόνια και την επομένη κατηφόρισαν προς Μασσαλία.
Το μεγαλύτερο λιμάνι που είχε δει ποτέ του. Ενθουσιάστηκε. Εκείνη έδειξε χαρούμενη που κατάφερε να τον παρασύρει στα "λημέρια" της. Είδαν όλα τα αξιοθέατα και γύρισαν τα πιο περίεργα σοκάκια. Οι μετανάστες είχαν κατακλύσει κάθε πιθανό σημείο της πόλης. Στο λιμάνι, στους δρόμους, σε καταστήματα, εμπορικά.. Ήταν παντού. Άλλοι ενοχλητικοί και άλλοι εξυπηρετικοί. Οι περισσότεροι από τα Βόρεια κράτη της Αφρικής.
Και ήταν κι εκείνος, στην άκρη του δρόμου. Ήτανε τόσο χαμογελαστός και όμως τα μάτια του μαρτυρούσανε θλίψη. Τους κοιτούσε εδώ και ώρα, από απόσταση. Τον γνώρισε πρώτα εκείνη και μετά ο Τζίμ. Τους είπε για την πατρίδα του, την οικογένειά του, τη δουλειά. Και μετά έφυγε. Δεν ήθελε να μάθει τίποτα για εκείνους. Το βράδυ, πήγανε σε ένα πανέμορφο εστιατόριο για φαγητό. Εκείνη πέταξε την ιδέα και εκείνος δέχτηκε. [..]
Ξύπνησε μες στα νεύρα. Αυτές οι μύγες δεν τον αφήνουν σε ησυχία! Είναι ήδη τέσσερις εβδομάδες εδώ και όμως.. ακόμα, δεν το συνήθισε. Κάθε μέρα έρχονται και τον ξεσηκώνουν. Το Μάλι είναι στη λίστα των πέντε φτωχότερων χωρών του κόσμου. Τόσες μύγες τι βρίσκουν και τρώνε; Η Βαλέρια έλειπε από νωρίς. Μπήκε από τις πρώτες μέρες σε κάποια οργάνωση και οι εργασίες ξεκινάνε πρωί-πρωί. Ο Τζιμ δεν κάνει τίποτα. Μόνο επικίνδυνες πρωινές βόλτες και συναρπαστικές απογευματινές εξερευνήσεις.
Ο κόσμος στο δρόμο είναι χαμογελαστός. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι είναι απογοητευμένοι και ταλαιπωρημένοι. Στα σπίτια βλέπεις τον φόβο και τη δυστυχία στα πρόσωπα των μεγαλυτέρων. Δάσκαλοι δεν υπάρχουν. Ο Τζιμ αποφάσισε να διδάξει. Ότι ήξερε, ότι μπορούσε.. Τους δίδαξε την ιστορία της ανθρωπότητας, τους μίλησε για τη διαφορετικότητα, τους έδειξε χάρτες.. Τους γνώρισε τον κόσμο.
Περάσαν μήνες, περάσαν χρόνια. Η Βαλέρια έδειχνε πια κουρασμένη και εκείνος το ίδιο. Ολόκληρες εβδομάδες και δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα ουσιαστική, ούτε ένα χαμόγελο, δεν υπήρχε επαφή. Ο Τζιμ έδειξε το δρόμο της επιστροφής και εκείνη ξεκίνησε πρώτη. Αποχαιρέτησαν ότι είχαν ζήσει, ότι είχαν φτιάξει και έφυγαν το βράδυ.
Στο αεροδρόμιο της Μασσαλίας ήταν η τελευταία φορά που την είδε. Εκείνη συνέχισε για Παρίσι, εκείνος γύρισε σπίτι. Και τώρα.. Νιώθει όλη την αδικία μαζεμένη γύρω του. Θέλει να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και ο άνεμος να τον πάρει μαζί του. Να τον κάνει να πετάξει. Πως έχει αλλάξει έτσι η ζωή του..
«Ανάμεσα σε δύο τόπους, η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος»
Tennessee Williams